Η ελληνική βλαχιά

Έτυχε να βρεθώ σε μία συζήτηση, μαζί με ανθρώπους που δεν γνώριζα και που ουδεμία ιδεολογική συγγένεια είχαμε. Επρόκειτο για εθνικολάγνους. Από εκείνους που, τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο νιώθοντας ανατριχίλα. Είναι αυτοί οι οποίοι πάνε στο γήπεδο να δούνε εθνική Ελλάδας φορώντας σπαρτιάτικη περικεφαλαία. Δηλαδή ψώνια και κιτς. Όχι, δεν ήταν χρυσαυγίτες. Εκεί δεν θα υπήρχε χώρος για κουβέντες, αλλά για πράξεις. Ήταν κλασικοί μέσοι Ελληναράδες. Περήφανοι και αμόρφωτοι(συνήθως αυτά πάνε μαζί).

Η συζήτηση αφορούσε τη φωτογραφία που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, όπου δείχνει έναν μαύρο σημαιοφόρο στη μαθητική παρέλαση. «Η σημαία είναι εθνικό σύμβολο, δεν γίνεται να τη σηκώνει αλλοδαπός». «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Και άλλες εθνικιστικές κορώνες.

Πατριώτης δεν είμαι, σέβομαι την έννοια του πατριωτισμού. Είναι η πιο αγνή σκέψη αγάπης ενός καθημερινού ανθρώπου. Μέσα σε αυτόν μπορεί να συμβολίσει όσα αγαπάει και τον περιστοιχίζουν.

Εύκολα όμως, μεταλλάσσεται σε πρόβλημα. Ο πατριωτισμός ενέχει μια τάση προς το διαχωρισμό. Ο διαχωρισμός φέρνει προκαταλήψεις και μισαλλοδοξία.

Για τη μη βιολογική συγγένεια με τους αρχαίους Έλληνες, μπορούμε να βεβαιωθούμε από πολλές ενδείξεις.Η Έλενα Αρβελέρ, πολλές φορές έχει τονίσει την πολυεθνική διάσταση του Βυζαντίου. Η τεράστια αυτή αυτοκρατορία, με τα συνεχώς υπό διαπραγμάτευση σύνορα, εμπεριείχε στην επρικράτειά της πολλές φυλές και έθνη. Την ίδια περίοδο η Αθήνα παράκμαζε μόνο και έρημη.

Η άποψη που υποστηρίζει την… ελληνική μας “γνησιότητα”, στην ουσία ισχυρίζεται ότι από τα εκατομμύρια των μπασταρδεμένων Βυζαντινών, φιλτραρίστηκαν οι αυθεντικοί Έλληνες και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και την Πελλοπόνησο. Χωρίς να προβούμε σε επιστημονική έρευνα, έχοντας στη διάθεσή μας μερικές βασικές ιστορικές γνώσεις και την κοινή λογική, η θεωρία αυτή καταρρίπτεται. Εξάλλου, η ελληνική φυλή ποτέ δεν ήταν μία και μοναδική.Υπήρξαν διάφορα φύλα στην ελληνική επικράτεια, τα οποία εμπλέκονταν σε μεταξύ τους εμπόλεμες καταστάσεις, εκτοπίζοντας το ένα το άλλο.

Η ελληνική βλαχιά, χαρακτηριστικά της οποίας είναι όπως προαναφέρθηκε η αγραμματοσύνη και η περηφάνεια, όλα τα παραπάνω τα παραβλέπει. Ή μάλλον τα αγνοεί. Προτιμάει την άγνοια από τη γνώση, για το λόγο ότι η δεύτερη είναι πιο άβολη. Η εθνική/φυλετική περηφάνεια βοηθάει μίζερες υπάρξεις, μεγαλωμένες σε έναν δυσάρεστο κόσμο, γεμάτες απωθημένα και γερασμένα όνειρα, να ασθανθούν ότι αποτελούν τη συνέχεια μιας λαμπρής δυναστείας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντέχουν ψυχολογικά την υπαρκτή ανυπαρξία τους και τη στείρα φαντασία τους.

Έλληνας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι μέσω ενός συστήματος παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, που μεταδίδεται σαν πολιτιστική κληρονομιά από γενιά σε γενιά.