Το κάψιμο της σημαίας του Άλλου

Από την απαρχή του ανθρώπινου γένους, βλέπουμε προσπάθεια επικοινωνίας μέσω συμβόλων, μια ιδιότητα που δεν τη συναντάμε στην υπόλοιπη φύση. Το σύμβολο είναι ένας κώδικας που αποκωδικοποιείται διαφορετικά από τον καθένα, ανάλογα με το πνευματικό του υπόβαθρο.

Άλλοι λατρεύουν τα σύμβολα και τα προσκυνάνε, για άλλους είναι αδιάφορα. Όμως όλοι έχουν τα δικά τους. Είναι απαραίτητα, διότι συμπυκνώνουν ένα μήνυμα που θέλει κάποιος να επικοινωνήσει. Παραδείγματος χάρη, για να εκφραστούν τα αντιπολεμικά συναισθήματα ενός υποκειμένου, δεν χρειάζεται αυτό να συγγράψει την πασιφιστική του ανάλυση σε έναν τοίχο. Αρκεί να ζωγραφίσει το λευκό περιστέρι, που αποτελεί σύμβολο της ειρήνης. Στον εγκέφαλο του καθένα όμως, μεταφράζεται διαφορετικά.

Η ελληνική σημαία, είναι ένα σύγχρονο ζήτημα. Αν ο νεοναζισμός δεν είχε ανέβει, μάλλον δεν θα ενδιέφερε κανέναν. Η ταύτιση της ελληνικής σημαίας αλλά και άλλων εθνικών συμβόλων με τους νεοναζί, έχουν δημιουργήσει αρκετές προβληματικές, με αποτελέσματα που συχνά είναι βλακωδώς βίαια.

Συχνό φαινόμενο είναι η δημόσια καύση της ελληνικής σημαίας. Αυτό πραγματοποιείται κυρίως από άτομα του αναρχικού χώρου, οι οποίοι θεωρούν πώς με αυτήν τη δράση, πλήγουνε -έστω και συμβολικά- την έννοια του κράτους και τους διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων που η ύπαρξή του προκαλεί ή ακόμα και τον εθνικισμό. Ο λόγος είναι ότι έτσι αποκωδικοποιούν το συμβολισμό της σημαίας. Αυτό δεν είναι ούτε σωστό ούτε λάθος. Αφορά μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη, συνεπώς είναι σεβαστή.

Οι σημαίες των χωρών, εκτός του κράτους, συμβολίζουν ποικίλα άλλα αξιακά, που οι συγκεκριμένοι εμπρηστές πιθανώς να μην έχουν συμπεριλάβει στην κοσμοθεώρησή τους. Η γλώσσα, η πολιτισμική παράδοση, η κουλτούρα του λαού, τα παιδικά χρόνια, ο αέρας που εισπνέεται, η γη που μας μεγάλωσε και οι αναμνήσεις. Όλα αυτά και ίσως πολλά ακόμη, το μεγαλύτερο μέρος του λαού τα βλέπει αποτυπωμένα στη σημαία του. Καίγοντας κάποιος μια σημαία λόγω των ιδεολογικών του διαφωνιών με όσα αυτή πρεσβεύει, στην ουσία επιτήθεται στο υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, τραμπουκίζοντας τις ευαισθησίες του και εξαναγκάζοντάς τους να τον αντιληφθούν σαν εχθρό. Είναι μια αντικοινωνική πράξη.

Δύο συντρόφισσες σε προετοιμασία για την κοινωνική επανάσταση

 

Υπάρχουν διακριτές διαφορές ανάμεσα στον αγνό πατριωτισμό και το καρκίνωμά του, τον παρασιτικό εθνικισμό. Η έννοια της πατρίδας, μετράει χιλιετίες ύπαρξης. Οι αρχαίοι Έλληνες, λέγοντας “πατρίς γαῖα”, εννοούσαν τον τόπο, τη γη, όπου θάφτηκε ο πατέρας τους. Αποτελούσε δηλαδή, κάτι απτό και συγεκριμένο. Με το πέρας των ετών, η πατρίδα ταυτίστηκε με πλήθος διαφορετικών εννοιών.

Ο Ζοζέφ Προυντόν, Γάλλος στοχαστής, είναι το πρώτο πρόσωπο ιστορικά που εισαγάγει τον όρο “αναρχικός” και τον χρησιμοποιεί για τον εαυτό του. Η οπτική του για τον πατριωτισμό είναι μάλλον ευνοϊκή, καθώς θεωρούσε πως

“Το πατριωτικό πνεύμα μπορεί να ‘ναι περισσότερο ή λιγότερο φλογερό μέσα μας, αλλά η φύση του είναι η ίδια κι η απουσία του κάτι το ανώμαλο”.

Η παντελής έλλειψη του πατριωτισμού λοιπόν, κατά τον Προυντόν, είναι κάτι αφύσικο.

Ο Μιχαήλ Μπακούνιν, που υπήρξε μαθητής του Προυντόν, υποστήριξε τη γνώμη του δεύτερου περι φυσικότητας του πατριωτισμού:

Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπάει τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα στο οποίο αναπτύχθηκε. Αυτή η αγάπη, όπως γενικά όλες οι ανθρώπινες αγάπες, είναι στη βάση της ένα αίσθημα αρχικά εντελώς φυσιολογικό, ζωώδες. Δεν είναι καθόλου αρετή, ούτε αθήκον, ούτε θεωρία. Είναι φυσικό γεγονός…”

Οι δύο αυτές ισχυρές πνευματικές προσωπικότητες, που έθεσαν δυνατές θεωρητικές βάσεις για να υπάρξει παγκόσμιο αναρχικό κίνημα, δεν ένιωθαν καμία εχθρότητα να πηγάζει εκ των έσω τους για τους πατριώτες. Αντίθετα, διέβλεπαν στον πατριωτισμό δυναμική και εξεγερσιακή δυναμική. Ίσως να έπαιξε ρόλο, ότι εκείνη τη χρονική στιγμή, ο εθνικισμός είχε τελείως διαφορετική σημασία, όντας ένα απελευθερωτικό κίνημα εναντίον των μεγάλων αυτοκρατοριών, χωρίς απαραίτητα ρατσιστικές ιδέες.

Επιπρόσθετα, ο σκοπός ενός αναρχικού ήταν και είναι, η συμπόρευσή του με την κοινωνία (για αυτό εξάλλου οι αναρχικοί μιλάνε για “κοινωνική επανάσταση” και όχι για “αναρχική επανάσταση”). Οπότε, στοχοποιώντας ένα σύμβολο το οποίο δεν ενστερνίζονται μόνο οι εθνικιστές, αλλά και αγνοί πατριώτες, απομακρύνεις την κοινωνία η οποία σε παρακολουθεί εξοργισμένη. Συν τοις άλλοις, η μόνη διαφορά είναι η άλλη αποκωδικοποίηση της σημαίας από έναν πατριώτη και από έναν αναρχικό.

Εν τέλει, αν κάποιος επιθυμεί να πράξει κατά των συμβόλων, ας καύσει πρότιστως αυτό που αντιπροσωπεύει τον ίδιο -στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη μαυροκόκκινη σημαία-.

Όποιος καταστρέφει αυτό που αγαπάει ο Άλλος, πρέπει να κατανοήσει ότι γεννάει μια μεγάλη αντίφαση μιλώντας για κοινωνική επανάσταση. Στην ουσία, το κάψιμο της ελληνικής σημαίας, ουδεμία σχέση έχει με τον αναρχισμό. Δεν νοείται αναρχία δίχως το σεβασμό στα πιστεύω του Άλλου. Η επίθεση στα σύμβολα μιας κοινωνίας, όσο παράλογα κι αν τα θεωρούμε, έχει να κάνει με ιμπεριαλιστικές πρακτικές και είναι η βάση του (σημερινού) εθνικισμού. Συνεπώς, η πράξη της καύσης της ελληνικής σημαίας -ή όποιας άλλης σημαίας ή συμβόλου που είναι ευρέως απεδεκτό- μάλλον παραπέμπει περισσότερο σε ακροδεξιές πρακτικές και καθόλου σε αντιεξουσιαστικές. Εξάλλου, δεν κάηκε ποτέ η σημαία της Παλαιστίνης, του Πακιστάν ή της Νιγηρίας, όπου σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει περισσότερος σεβασμός επειδή πρόκειται για μετανάστες. Ναι, πολύ σωστά! Πρόκειται για υποκρισία.